- εὐφυίαν
- εὐφυΐᾱν , εὐφυίαnatural goodness of growthfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благовещьство — БЛАГОВЕЩЬСТВ|О (3*), А с. Положительное природное свойство, способность: и се же е(с) ѡ(т) нб҃се и землѩ. и иже е(с) межю съставле(н)е и совокупле(н)е. похвалну оубо по всему бл҃говещьству подобнохвалнѣ еже ѡ(т) бл҃госложе(н)˫а всѣ(х) и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευφυΐα — η (ΑΜ εὐφυΐα) [ευφυής] (για τη διανοητική κατάσταση) οξύνοια, εξυπνάδα, νοημοσύνη αρχ. 1. καλή φυσική ανάπτυξη, καλή διαμόρφωση («φιλία τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῑς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», Πλούτ.) 2. (για τη διανοητική και την ηθική κατάσταση … Dictionary of Greek